Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ζευγαρωτός [επίθ.] ζηλεύγω [ρ.αμτβ.]
ζευγάς {ζευγάδες} ζηλεύομαι μππ. ζηλεμ...
ζευγίτης {ζευγιτών} ζηλευτός [επίθ.]
ζεύγλα {ζευγλών} ζηλεύω μππ. ζηλεμ...
ζεύγμα [ουσ ουδ.] ζηλεύω μππ. ζηλεμ...
ζευγματικός [επίθ.] ζήλια {χωρ. γεν....
ζευγνύω (έζευξα, ε... ζηλιάρης [επίθ.]
ζευγολατειόν [ουσ ουδ.] ζηλιάρικα [επίρ.]
ζευγολάτης {ζευγολατώ... ζηλιάρικος [επίθ.]
ζευγολατιό [ουσ ουδ.] ζηλιαρόγατος [ουσ αρσ ]
ζεύγος {ζεύγ-ους ... ζήλος {χωρ. πληθ...
ζευκτήρ [ουσ αρσ ] ζηλότυπα [επίρ.]
ζευκτός [επίθ.] ζηλοτυπία {ζηλοτυπιώ...
ζεύλα [θηλ.ουσ] ζηλότυπος [επίθ.]
ζεύξη {-ης κ. -ε... ζηλοτυπώ {-είς...} ...
Ζευς [ουσ αρσ ] ζηλοφθονία [θηλ.ουσ]
ζευστός [επίθ.] ζηλόφθονος [επίθ.]
ζεύω {έζεψα, ζε... ζηλοφθονώ {-είς...} ...
ζέφυρος {χωρ. πληθ... ζηλωτής [ουσ αρσ ]
ζέψιμο [ουσ ουδ.] ζηλώτρια [θηλ.ουσ]
ζέω {ευχρ. κυρ... ζημιά [θηλ.ουσ]
ζη [θηλ.ουσ] ζημιάρης {ζημιάρηδε...
Ζηλανδία [θηλ.ουσ] ζημιαρόγατα [θηλ.ουσ]
ζηλειάρης [επίθ.] ζημιογόνος [επίθ.]
ζηλεμένος [επίθ.] ζημιωμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: