Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενοχλητικά [επίρ.] ενσταλάζομαι [ρ. παθ.]
ενοχλητικός [επίθ.] ενσταλάζω {ενστάλα-ξ...
ενοχλητικότατος [επίθ.] ενστάλαξη [θηλ.ουσ]
ενοχλητικότερος [επίθ.] ενσταντανέ [ουσ ουδ.]
ενοχλητικώτατος [επίθ.] ένσταση {-ης κ. -ά...
ενοχλητικώτερος [επίθ.] ενστερνίζομαι {ενστερνίσ...
ενοχλούμαι [ρ. παθ.] ενστερνισμός [ουσ αρσ ]
ενοχλώ [-είς, -εί... ένστικτο [ουσ ουδ.]
ενοχοποίηση [θηλ.ουσ] ενστικτώδης [επίθ.]
ενοχοποιητικός [επίθ.] ενστικτωδώς [επίρ.]
ενοχοποιούμαι [ρ. παθ.] ένστολος [επίθ.]
ενοχοποιώ [-είς, -εί... ενσυνείδητα [επίρ.]
ένοχος [επίθ.] ενσυνείδητος [επίθ.]
ένρινος [επίθ.] ένσφαιρος [επίθ.]
ενσαρκωμένος [επίθ.] ενσφηνώνομαι [ρ. παθ.]
ενσαρκώνομαι [ρ. παθ.] ενσφηνώνω (ενσφήνωσα...
ενσαρκώνω {ενσάρκω-σ... ενσφήνωση [θηλ.ουσ]
ενσάρκωση {-ης κ. -ώ... ενσωματωμένος [επίθ.]
ένσημα [ουσ ουδ πληθ.] ενσωματώνομαι [ρ. παθ.]
ένσημο {ενσήμ-ου ... ενσωματώνω (ενσωμάτ-ω...
ενσκήπτω αόρ. ενέσκ... ενσωμάτωση [-εις]
ενσπείρω αόρ. ενέσπ... ένταλμα [ουσ ουδ.]
ενσταβλισμένος [επίθ.] ενταμώνω [ρ. μτβ.]
ενσταβλισμός [ουσ αρσ ] εντάξει [επίθ.]
ενσταλαγμένος [επίθ.] εντάξει [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: