Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εθνοφυλακή [θηλ.ουσ] ειδικεύω {ειδίκευ-σ...
εθνωφελέστατος [επίθ.] ειδικός [επίθ.]
εθνωφελέστερος [επίθ.] ειδικός [ουσ αρσ και θηλ.]
έθος {έθ-ους | ... ειδικότατος [επίθ.]
ει [σύνδ.] ειδικότερος [επίθ.]
έι! [επιφ.] ειδικότητα {-ας κ. (λ...
ειδάλλως [επίρ.] ειδικώτατος [επίθ.]
ειδεμή [σύνδ.] ειδικώτερος [επίθ.]
ειδεμή [επίρ.] ειδοί [θηλ. ουσ πληθ.]
ειδεχθέστατος [επίθ.] ειδοποιημένος [επίθ.]
ειδεχθέστερος [επίθ.] ειδοποίηση {-ης κ. -ή...
ειδεχθής {ειδεχθ-ού... ειδοποιητήριο {ειδοποιητ...
ειδή {χωρ. πληθ... ειδοποιητικός [επίθ.]
ειδήμονας [ουσ αρσ ] ειδοποιός [επίθ.]
ειδημοσύνη [θηλ.ουσ] ειδοποιούμαι [ρ. παθ.]
ειδήμων [επίθ.] ειδοποιώ {ειδοποιεί...
ειδήμων {ειδήμ-ονο... είδος {είδ-ους |...
ειδήσεις [θηλ. ουσ πληθ.] ειδυλλιακά [επίρ.]
ειδησεογραφία {χωρ. πληθ... ειδυλλιακός [επίθ.]
ειδησεολογία {χωρ. πληθ... ειδύλλιο {ειδυλλί-ο...
είδηση {-ης κ. -ή... ειδώλιο {ειδωλί-ου...
ειδικά [επίρ.] είδωλο {ειδώλ-ου ...
ειδικευμένος [επίθ.] ειδωλολάτρης [ουσ αρσ ]
ειδικεύομαι [ρ. παθ.] ειδωλολατρία {χωρ. πληθ...
ειδίκευση {-ης κ. -ε... ειδωλολατρικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: