Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειδύλλιο
ουσιαστικό ουδέτερο idi`llio ~m~ ((anche in senso figurato)) ένα σύντομο ειδύλλιο == un breve idillio | πλέκεται ειδύλλιο μεταξύ τους == sta nascendo un idillio tra di loro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |