Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


είδος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 spe`cie ~f~, tipo ~m~, sorta ~f~ μ'αρέσουν όλων των ειδών τα γλύκά == mi piacciono i dolci di ogni sorta
2 spe`cie ~f~, ge`nere ~m~, razza ~f~, tipo ~m~ τι είδούς άνθρωπος είναι; == che razza di uomo è?
3 ge`nere ~m~, arti`colo ~m~ είδη υγιεινής == articoli sanitari | είδη ταξιδίού == articoli da viaggio
4 ge`nere ~m~ είδη πρώτης ανάγκης == generi di prima necessità
5 biologia spe`cie ~f~ το ανθρώπινο είδος == la specie umana | εν είδει == in forma di | ειδών ειδών == di vari tipi | πληρώνω σε είδος == pagare in natura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειδοποιώ ειδυλλιακά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα αθλητικά είδη = articoli [αρσ. πλυθ.] sportivi || τα είδη διατροφής = generi [αρσ. πλυθ.] alimentari


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---