Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εθνοφυλακή  
ουσιαστικό θηλυκό

co`rpo ~m~ della gua`rdia ~f~ naziona`le / ci`vica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εθνοφύλακας εθνωφελέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---