Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εθνότητα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εθνότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 nazionalità ~f~
2 nazio`ne ~f~, po`polo ~m~

permalink
‹ εθνοσωτήριος
εθνοφρουρά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έθνος {έθν-ους |...
εθνόσημο {εθνοσήμ-ο...
εθνοσυνέλευση {-ης κ. -ε...
εθνοσωτήρας [ουσ αρσ ]
εθνοσωτήριος [επίθ.]
εθνότητα {-ας κ. (λ...
εθνοφρουρά [θηλ.ουσ]
εθνοφρουρός [ουσ αρσ ]
εθνοφύλακας [ουσ αρσ ]
εθνοφυλακή [θηλ.ουσ]
εθνωφελέστατος [επίθ.]
εθνωφελέστερος [επίθ.]
έθος {έθ-ους | ...
ει [σύνδ.]
έι! [επιφ.]
ειδάλλως [επίρ.]
ειδεμή [σύνδ.]
ειδεμή [επίρ.]
ειδεχθέστατος [επίθ.]
ειδεχθέστερος [επίθ.]


{{ID:EQNOTHTA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti