Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειδικός  
επίθετο

specia`le, particola`re, speci`fico ειδικός λόγος == motivo speciale | ειδικές περιστάσεις == circostanze particolari | ειδικό βάρος == peso specifico | ειδική πρόταση == linguistica proposizione dichiarativa

ειδικός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

speciali`sta ~mf~, espe`rto ~m~, peri`to ~m~

ειδικότατος
επίθετο

superlativo di [ειδικός]

ειδικότερος
επίθετο

comparativo di [ειδικός]

ειδικώτατος
επίθετο

superlativo di [ειδικός]

ειδικώτερος
επίθετο

comparativo di [ειδικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειδικεύω ειδικότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ειδικά εφφέ = effetti [αρσ. πλυθ.] speciali


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---