Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειδικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

specializzazio`ne ~f~ έχει ειδικότητα στην καρδιoχειρoυργική == ha la specializzazione in cardiochirurgia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειδικότερος ειδικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---