Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειδήσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός noti`zie ~fp~ είδηση ουσιαστικό θηλυκό 1 νέο noti`zia ~f~ μια σημαντική είδηση == una notizia importante | πρακτορείο ειδήσεων == agenzia di stampa | δελτίο ειδήσεων == notiziario | έκτακτη είδηση == edizione straordinaria / flash, flash d'agenzia | παίρνω κάτι είδηση == accorgersi di qualcosa 2 γεγονός fa`tto ~m~ di cro`naca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |