Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έγκαιρα [επίρ.] εγκαταλείπω {εγκατέλ-ε...
έγκαιρος [επίθ.] εγκατάλειψη {-ης κ. -ε...
εγκαιρότατος [επίθ.] εγκατα(λε)λειμμένος [επίθ.]
εγκαιρότερος [επίθ.] εγκατασπείρω {εγκατέσπε...
εγκαίρως [επίρ.] εγκατασταίνω Ρ αόρ. εγκ...
εγκαλλώπισμα {εγκαλλωπί... εγκαταστάσεις {-ης κ. -ά...
εγκαλούμενος [επίθ.] εγκατάσταση {-ης κ. -ά...
εγκαλώ {εγκαλείς.... εγκαταστάτης [ουσ αρσ ]
εγκαλών ο θηλ. εγκ... εγκαταστημένος [επίθ.]
εγκάρδια [επίρ.] εγκατεσπαρμένος [επίθ.]
εγκάρδιος [επίθ.] εγκατεστημένος [επίθ.]
εγκαρδιότητα {χωρ. πληθ... έγκαυμα {εγκαύμ-ατ...
εγκαρδιώνομαι [ρ. παθ.] εγκαυστική [θηλ.ουσ]
εγκαρδιώνω {εγκαρδίω-... εγκαυστικός [επίθ.]
εγκαρδίως [επίρ.] έγκειται {μόνο ενεσ...
εγκαρδίωση [θηλ.ουσ] εγκεκριμένος [επίθ.]
εγκαρδιωτικός [επίθ.] εγκεφαλικός [επίθ.]
εγκάρσια [επίρ.] εγκεφαλικότητα [θηλ.ουσ]
εγκάρσιος [επίθ.] εγκεφαλίτιδα {χωρ. γεν....
εγκαρσίως [επίρ.] εγκεφαλογράφημα {εγκεφαλογ...
εγκαρτέρηση {-ης κ. -ή... εγκεφαλογραφία [θηλ.ουσ]
εγκαρτερώ [-είς, -εί... εγκεφαλοειδής [επίθ.]
έγκατα {εγκάτων} εγκεφαλονωτιαίος [επίθ.]
εγκαταλειμμένος [επίθ.] εγκεφαλοπάθεια {εγκεφαλοπ...
εγκαταλείπομαι αόρ. εγκατ... εγκέφαλος {εγκεφάλ-ο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: