Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγκαρτέρηση
ουσιαστικό θηλυκό rassegnazio`ne ~f~; sopportazio`ne ~f~ υπέμειναν το μαρτύριο με χριστιανική εγκατέρηση==subirono il martirio con cristiana rassegnazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |