Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκαταλείπομαι
ρήμα παθητικό

1 abbandonarsi
2 adagiarsi
3 arrendersi
4 rassegnarsi
5 rinunziare
6 lasciarsi andare

εγκαταλείπω  
ρήμα μεταβατικό

1 abbandona`re; lascia`re; pianta`re εγκατέλειψε την οικογένειά του==ha abbandonato la famiglia
2 abbandona`re; allontana`rsi; anda`rsene εγκαταλείπω την πατρίδα μου==allontanarsi dalla propria patria
3 militare diserta`re
4 lasciare; abbandonare; rinunciare εγκατέλειψε κάθε ελπίδα==ha lasciato ogni speranza+++εγκαταλείπω τον κόσμο==lasciare il mondo (= morire) | εγκαταλείπω τον εαυτό μου==lasciarsi andare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκαταλειμμένος εγκατάλειψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---