Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκατάλειψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbando`no ~m~ εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης==abbandono del tetto coniugale
2 neglige`nza ~f~; incu`ria ~f~; abbando`no ~m~
3 rinu`ncia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκαταλείπω εγκατα(λε)λειμμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---