GrecoItaliano


εγκατάσταση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 τοποθέτηση impia`nto ~m~; installazio`ne ~f~ έξοδα πρώτης εγκατάστασης==spese di primo impianto | εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού==installazione di un sistema di aerazione
2 τακτοποίηση sistemazio`ne ~f~ definiti`va μετά την εγκατάστασή μου στη Θεσσαλονίκη==dopo la mia sistemazione definitiva a Salonicco
3 diritto no`mina ~f~; istituzio`ne ~f~ εγκατάσταση κληρονόμου==istituzione di erede

εγκαταστάσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

impia`nti ~mp~; stabilime`nti ~mp~ οι εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου==gli impianti di una fabbrica

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι εγκατάστασεις [f.] ανάβασης = impianti [αρσ. πλυθ.] di risalita || οι θερινές εγκαταστάσεις [f.] = stabilimento [αρσ.] balneare || η βιομιχανική εγκατάσταση = stabilimento [αρσ.] industriale



Sfoglia il dizionario




{{ID:EGKATASTASH100}}
---CACHE---