Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέγκαιρος
επίθετο tempesti`vo; opportu`no; propi`zio έγκαιρη επέμβαση==intervento tempestivo εγκαιρότατος επίθετο superlativo di [έγκαιρος] εγκαιρότερος επίθετο comparativo di [έγκαιρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |