Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγκέφαλος
ουσιαστικό αρσενικό 1 anatomia cerve`llo ~m~; ence`falo ~m~ 2 ((figurato)) cerve`llo ~m~; mente ~f~ εγκέφαλος της συμμορίας==il cervello della banda+++πλύση εγκεφάλου==lavaggio del cervello permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |