Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκληματικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 delinque`nza ~f~ εγκληματικότητα ανηλίκων==delinquenza minorile
2 criminalità ~f~ αύξηση της εγκληματικότητας==aumento della criminalità | μείωση της εγκληματικότητας==diminuzione della criminalità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκληματικός εγκληματολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---