Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκλωβίζομαι
ρήμα παθητικό

rimane`re intrappola`to / imprigiona`to

εγκλωβίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 ingabbia`re, me`ttere in ga`bbia
2 rinchiu`dere, imprigiona`re
3 reci`ngere, recinta`re
4 segrega`re, sequestra`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκλιτικός εγκλωβισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---