Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκλωβισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ingabbiame`nto ~m~
2 muratu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκλωβίζω εγκολεασμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---