Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγκράτεια
ουσιαστικό θηλυκό moderazio`ne ~f~, contine`nza ~f~, tempera`nza ~f~ εγκράτεια στο φαγητό == moderazione nel mangiare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |