Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκόσμια  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

vita ~f~ mondana, le cose ~fp~ terrene / di quaggiù / di questo mondo απoσύρoμαι από τα εγκόσμια == fuggire dal mondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκοπή εγκόσμιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---