Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκόλπιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 orname`nto ~m~ che si porta sul petto
2 amule`to ~m~, talisma`no ~m~, portafortu`na ~m~
3 manuale ~m~, vademecum ~m~, prontua`rio ~m~ το εγκόλπιo του μαραγκoύ == il manuale del falegname+++αρχιερατικό εγκόλπιο: croce pettorale / vescovile

κόλφι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [εγκόλπιο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκόλλητος εγκολπώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---