Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έγκριση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 approvazio`ne ~f~, conse`nso ~f~ έδωσε την έγκρισή του για το γάμο της κόρης του == ha dato il suo consenso alle nozze della figlia
2 autorizzazio`ne ~f~, lice`nza ~f~, benesta`re ~f~ πήρα έγκριση από το δήμαρχο == ho ottenuto l'autorizzazione del sindaco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκρίνω εγκριτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---