Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έγκλιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 linguistica enclisi ~f~
2 linguistica modo ~m~ (del verbo)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκλιματισμός έγκλισις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---