Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγκλιματίζομαι
ρήμα παθητικό ambienta`rsi; acclimata`rsi εγκλιματίστηκαν με δυσκολία στην ξένη χώρα==si sono ambientati con difficoltà in quel paese straniero εγκλιματίζω ρήμα μεταβατικό acclimata`re εγκλιματίζω ζώο==acclimatare un animale | εγκλιματίζω φυτό==acclimatare una pianta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |