Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκλιματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

acclimatazio`ne ~f~, ambientame`nto ~m~, adattame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκλιματισμένος έγκλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---