Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δισεκατομμύριο {δισεκατομ... διστάζω {δίστασα} ...
δισεκατομμυριοστός [επίθ.] διστακτικός [επίθ.]
δισεκατομμυριούχα [θηλ.ουσ] διστακτικότατος [επίθ.]
δισεκατομμυριούχος [επίθ.] διστακτικότερος [επίθ.]
δισεκατομμυριούχος [ουσ αρσ και θηλ.] διστακτικότητα [θηλ.ουσ]
δίσεκτος [επίθ.] διστακτικώτατος [επίθ.]
δίσεχτος [επίθ.] διστακτικώτερος [επίθ.]
δισθενής {δισθεν-ού... δισταχτικός [επίθ.]
δισκάδικο [ουσ ουδ.] δισταχτικότατος [επίθ.]
δισκέτα {δισκετών} δισταχτικότερος [επίθ.]
δισκίο [ουσ ουδ.] δίστηλος [επίθ.]
δισκοβολία {χωρ. πληθ... δίστιχο [ουσ ουδ.]
δισκοβόλος [ουσ αρσ και θηλ.] διστομάτωση [θηλ.ουσ]
δισκογραφία {χωρ. πληθ... δίστομος [επίθ.]
δισκογραφικός [επίθ.] δίστυλο [επίθ.]
δισκοειδής {δισκοειδ-... δίστυλος [επίθ.]
δισκοθήκη {δισκοθηκώ... δισύλλαβο [ουσ ουδ.]
δισκοπάθεια {δισκοπαθε... δισύλλαβος [επίθ.]
δισκοπότηρο [ουσ ουδ.] δισχιδής {δισχιδ-ού...
δισκοπρίονο [ουσ ουδ.] δισχιλιετής [επίθ.]
δίσκος [ουσ αρσ ] δίτομος [επίθ.]
δισκόφιλος [επίθ.] δίτροχος [επίθ.]
δισκόφρενο {δισκοφρέν... διττός [επίθ.]
δισουλφίδιο [ουσ ουδ.] διττώς [επίθ.]
δισταγμός [ουσ αρσ ] διυλίζομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: