Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διυλίζομαι
ρήμα παθητικό

infiltra`rsi

διυλίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 raffina`re; depura`re
2 [senso figurato] vaglia`re accuratame`nte; esamina`re minuziosame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διττώς διύλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---