Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιυλίζομαι
ρήμα παθητικό infiltra`rsi διυλίζω ρήμα μεταβατικό 1 raffina`re; depura`re 2 [senso figurato] vaglia`re accuratame`nte; esamina`re minuziosame`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |