Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίσκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 sport disco ~m~
2 musica πικάπ disco ~m~ βγήκε ένας καινούργιος δίσκος==è uscito un nuovo disco
3 γιά ποτήρια vasso`io ~m~ φέρνω τα ποτήρια σε δίσκο==portare i bicchieri su un vassoio
4 ecclesiastico pate`na ~f~
5 ogge`tto ~m~ a forma di disco; disco ~m~ ο δίσκος του ήλιου==il disco solare | ιπτάμενος δίσκος==disco volante
6 elettricità disco ~m~ magne`tico+++βγάζω δίσκο==andare in giro con il piattino | βγάζω δίσκο στην εκκλησία (κατά τη λειτουργία)==fare la questua in chiesa (durante la messa)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισκοπρίονο δισκόφιλος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο δίσκος παρκαρίσματος = disco [αρσ.] orario || ο ιπτάμενος δίσκος = disco [αρσ.] volante


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---