Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δισταγμός  
ουσιαστικό αρσενικό

esitazio`ne ~f~; tentenname`nto ~m~; tituba`nza ~f~ του μίλησε δίχως τον παραμικρό δισταγμό==gli parlò senza la minima esitazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισουλφίδιο διστάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---