Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διστακτικός  
επίθετο

esita`nte; tentenna`nte; tituba`nte διστακτική κίνηση==mossa esitante

διστακτικότατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

διστακτικότερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

διστακτικώτατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

διστακτικώτερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

δισταχτικός
επίθετο

variante di [διστακτικός]

δισταχτικότατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

δισταχτικότερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διστάζω διστακτικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω


δισκόφιλος [επίθ.]
δισκόφρενο {δισκοφρέν...
δισουλφίδιο [ουσ ουδ.]
δισταγμός [ουσ αρσ ]
διστάζω {δίστασα} ...
διστακτικός [επίθ.]
διστακτικότατος [επίθ.]
διστακτικότερος [επίθ.]
διστακτικότητα [θηλ.ουσ]
διστακτικώτατος [επίθ.]
διστακτικώτερος[επίθ.]
δισταχτικός[επίθ.]
δισταχτικότατος[επίθ.]
δισταχτικότερος[επίθ.]
δίστηλος[επίθ.]
δίστιχο[ουσ ουδ.]
διστομάτωση[θηλ.ουσ]
δίστομος[επίθ.]
δίστυλο[επίθ.]
δίστυλος[επίθ.]

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---