Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιστακτικός
επίθετο esita`nte; tentenna`nte; tituba`nte διστακτική κίνηση==mossa esitante διστακτικότατος επίθετο superlativo di [διστακτικός] διστακτικότερος επίθετο comparativo di [διστακτικός] διστακτικώτατος επίθετο superlativo di [διστακτικός] διστακτικώτερος επίθετο comparativo di [διστακτικός] δισταχτικός επίθετο variante di [διστακτικός] δισταχτικότατος επίθετο superlativo di [διστακτικός] δισταχτικότερος επίθετο comparativo di [διστακτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |