GrecoItaliano


διστακτικός  
επίθετο

esita`nte; tentenna`nte; tituba`nte διστακτική κίνηση==mossa esitante

δισταχτικός
επίθετο

variante di [διστακτικός]

διστακτικότερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

δισταχτικότερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

διστακτικώτερος
επίθετο

comparativo di [διστακτικός]

διστακτικότατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

δισταχτικότατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

διστακτικώτατος
επίθετο

superlativo di [διστακτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario


διστακτικός [επίθ.]
διστακτικότατος [επίθ.]
διστακτικότερος [επίθ.]
διστακτικώτατος [επίθ.]
διστακτικώτερος [επίθ.]
δισταχτικός [επίθ.]
δισταχτικότατος [επίθ.]
δισταχτικότερος [επίθ.]


{{ID:DISTAKTIKOS100}}
---CACHE---