Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δισκόφρενο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 disco ~m~ della frizio`ne
2 freno ~m~ a disco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισκόφιλος δισουλφίδιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---