Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δισκίο  
ουσιαστικό ουδέτερο

farmacologia compre`ssa ~f~; pi`llola ~f~ η συσκευασία περιέχει δέκα δισκία==la confezione contiene dieci compresse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισκέτα δισκοβολία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---