Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίσεκτος  
επίθετο

1 bisesti`le
2 ((figurato)) bisesti`le, infa`usto, sfortuna`to, diffi`cile δίσεχτα χρόνια==anni difficili

δίσεχτος
επίθετο

variante di [δίσεκτος ^-η, -ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισεκατομμυριούχος δισθενής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---