Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δισεκατομμυριούχα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δισεκατομμυριούχος ^-ου, ο^]
2 miliarda`ria ~f~

δισεκατομμυριούχος  
επίθετο

miliarda`rio

δισεκατομμυριούχος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

miliarda`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισεκατομμυριοστός δίσεκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---