Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δισέγγονο  
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [δισέγγονος ^-ου, ο^]

δισέγγονος  
ουσιαστικό αρσενικό

pronipo`te ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δισεβδομαδιαίος δισεκατομμύριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---