Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δίεδρος [επίθ.] διεκδικούμενος [επίθ.]
διεζευγμένος [επίθ.] διεκδικώ {διεκδικεί...
διεθνής {διεθν-ούς... διεκδικών [επίθ.]
Διεθνής [θηλ.ουσ] διεκπεραιωμένος [επίθ.]
διεθνικότητα [θηλ.ουσ] διεκπεραιώνομαι [ρ. παθ.]
διεθνισμός [ουσ αρσ ] διεκπεραιώνω {διεκπεραί...
διεθνιστής [ουσ αρσ ] διεκπεραίωση {-ης κ. -ώ...
διεθνιστικός [επίθ.] διεκτραγωδώ {διεκτραγω...
διεθνίστρια [θηλ.ουσ] διελεγμένος [επίθ.]
διεθνολογία [θηλ.ουσ] διελέγχω {διήλεγξα}...
διεθνολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] διελεύκανση [θηλ.ουσ]
διεθνοποιημένος [επίθ.] διελευκάνσιμος [επίθ.]
διεθνοποίηση {-ης κ. -ή... διέλευση {-ης κ. -ε...
διεθνοποίησις [θηλ.ουσ] διέλευσις [θηλ.ουσ]
διεθνοποιώ {-είς...} ... διελκυνστίδα [θηλ.ουσ]
διείσδυση {-ης κ. -ύ... διένεξη {-ης κ. -έ...
διεισδυτικά [επίρ.] διενέργεια {χωρ. πληθ...
διεισδυτικός [επίθ.] διενεργημένος [ρ. μτβ.]
διεισδυτικότητα {χωρ. πληθ... διενεργώ {διενεργεί...
διεισδύω {διείσδυσα... διεξάγομαι Ρ πρτ. διε...
διεκδίκηση {-ης κ. -ή... διεξάγω {διεξήγαγα...
διεκδικήσιμος [επίθ.] διεξαγωγή [θηλ.ουσ]
διεκδικητής {διεκδικητ... διεξέρχομαι {διεξ-ήλθα...
διεκδικητικός [επίθ.] διεξοδικά [επίρ.]
διεκδικήτρια {διεκδικητ... διεξοδικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: