Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαπλάθομαι Ρ αόρ. διέ... διαποίκιλτος [επίθ.]
διαπλάθω Ρ αόρ. διέ... διαπομπευμένος [επίθ.]
διαπλανητικός [επίθ.] διαπομπεύομαι [ρ. παθ.]
διάπλαση {-ης κ. -ά... διαπόμπευση [θηλ.ουσ]
διαπλασμένος [επίθ.] διαπόμπευσις [θηλ.ουσ]
διαπλαστικός [επίθ.] διαπομπεύω {διαπόμπευ...
διάπλατα [επίρ.] διαπόρθμευση [θηλ.ουσ]
διάπλατος [επίθ.] διαπορθμεύω {διαπόρθμε...
διαπλατύνομαι [ρ. παθ.] διαποτίζομαι [ρ. παθ.]
διαπλάτυνση {-ης κ. -ύ... διαποτίζω {διαπότισ-...
διαπλατύνω (διαπλάτ-υ... διαπότιση [θηλ.ουσ]
διαπλατυσμένος [επίθ.] διαποτισμένος [επίθ.]
διαπλεκόμενος [επίθ.] διαποτισμός [ουσ αρσ ]
διαπλέκω {διέπλεξα,... διαπραγματεύομαι {διαπραγμα...
διαπλέω {διέπλευσα... διαπραγμάτευση {-ης κ. -ε...
διαπληκτίζομαι {διαπληκτί... διαπραγματεύσιμος [επίθ.]
διαπληκτισμός [ουσ αρσ ] διαπραγματευτής [επίθ.]
διαπλοκή [θηλ.ουσ] διαπραγματεύτρια [θηλ.ουσ]
διάπλους {διάπλου |... διαπραγμένος [επίθ.]
διαπνέομαι (μόνο στο ... διάπραξη [θηλ.ουσ]
διαπνέω {μόνο σε ε... διάπραξις [θηλ.ουσ]
διαπνοή {χωρ. πληθ... διαπράττω Ρ αόρ. διέ...
διαποικίλλομαι [ρ. παθ.] διαπρεπέστατος [επίθ.]
διαποικίλλω [ρ. μτβ.] διαπρεπέστερος [επίθ.]
διαποίκιλση [θηλ.ουσ] διαπρεπής [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: