Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαποτίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 impregna`re η υγρασία διαπότισε τους τοίχους==l'umidità ha impregnato i muri
2 ((figurato)) imbe`vere τα λόγια του ήταν διαποτισμένα με μίσος==le sue parole erano imbevute di odio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαποτίζομαι διαπότιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---