Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαπραγμάτευση  
ουσιαστικό θηλυκό

trattati`va ~f~; negozia`to ~m~ πάγωσαν οι διαπραγματεύσεις==le trattative si sono bloccate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαπραγματεύομαι διαπραγματεύσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---