Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαπρέπω
ρήμα αμετάβατο disti`nguersi; ecce`llere; fare molta strada διέπρεψε στο εξωτερικό==ha fatto molta strada all'estero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |