Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάπραξη  
ουσιαστικό θηλυκό

il comme`ttere un'azio`ne ille`cita; perpetrazio`ne ~f~ διάπραξη φόνου==la perpetrazione di un omicidio

διάπραξις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διάπραξη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαπραγμένος διαπράττω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---