Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάπλαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 svilu`ppo ~m~ 2 ((figurato)) formazio`ne ~f~; plasmazio`ne ~f~ η διάπλαση των νέων==la formazione dei giovani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |