Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαπλάτυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

ampliame`nto ~m~; allargame`nto ~m~ η διαπλάτυνση δρόμου==l'allargamento di una strada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαπλατύνομαι διαπλατύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---