Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαποικίλλω  
ρήμα μεταβατικό

1 diversifica`re
2 screzia`re
3 svaria`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαποικίλλομαι διαποίκιλση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---