Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάπλατα
επίρρημα completamente (riferito allo spalancare qualcosa) ανοίγω διάπλατα==spalancare | ανοίγω διάπλατα μια πόρτα==spalancare una porta | ανοίγω διάπλατα ένα παράθυρο==spalancare una finestra | ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου==spalancare gli occhi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |