Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαπίστωση
ουσιαστικό θηλυκό accertame`nto ~m~; constatazio`ne ~f~ κάνω μια απλή διαπίστωση==fare una semplice constatazione | κάνω μια οδυνηρή διαπίστωση==fare una dolorosa constatazione διαπίστωσις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διαπίστωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |