Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γύρη {χωρ. πληθ... γυφτιά [θηλ.ουσ]
γυρίαση [θηλ.ουσ] γύφτικος [επίθ.]
γυρίζω {γύρισ-α, ... γύφτισσα [θηλ.ουσ]
γυρίζω {γύρισ-α, ... γύφτος {Γυφτισσών...
γυρίνος [ουσ αρσ ] γυψαδόρος [ουσ αρσ ]
γύρις [θηλ.ουσ] γυψάρισμα [θηλ.ουσ]
γύρισμα {γυρίσμ-ατ... γύψινος [επίθ.]
γυρισμένος [επίθ.] γυψοκονίαμα [ουσ ουδ.]
γυρισμός [ουσ αρσ ] γυψομάρμαρο {γυψομαρμά...
γυριστός [επίθ.] γύψος [ουσ αρσ ]
γυρνάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] γυψώδης [επίθ.]
γυρνώ [-άς, -ά] ... γυψωμένος [επίθ.]
γυροβολιά [θηλ.ουσ] γυψώνω {γύψωσα} (...
γυρολόγος [ουσ αρσ ] γωνία {γωνι-ών}
γυροπλάνο [ουσ ουδ.] γωνιά {γωνι-ών}
γυροπυξίδα [θηλ.ουσ] γωνιάζω {γώνιασ-α,...
γύρος [ουσ αρσ ] γωνιακός [επίθ.]
γυροσκοπικός [επίθ.] γωνιακότητα [θηλ.ουσ]
γυροσκόπιο {γυροσκοπί... γώνιασμα [ουσ ουδ.]
γυροσταθεροποιητής [ουσ αρσ ] γωνιασμένος [επίθ.]
γυροστατικός [επίθ.] γωνιόλιθος {γωνιολίθ-...
γυροφέρνω πρτ. και γ... γωνιομετρία [θηλ.ουσ]
γύρω [επίρ.] γωνιομετρικός [επίθ.]
γύρω-γύρω [επίρ.] γωνιόμετρο {γωνιομέτρ...
γυφταριό [ουσ ουδ.] γωνίτσα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: