Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγωνίτσα
ουσιαστικό θηλυκό 1 angoli`no ~m~; cantu`ccio ~m~ μια γωνίτσα ψωμί==un angolino di pane 2 ((figurato)) angoli`no ~m~; angole`tto ~m~; cantu`ccio ~m~ ψάξαμε για μιαν ήσυχη γωνίτσα να μιλήσουμε==abbiamo cercato un angolino tranquillo per parlare | τι έχει ο σκύλος κι έμεινε όλη μέρα στη γωνίτσα του;==cos' ha il cane che è rimasto nel suo cantuccio tutto il giorno? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |